- ἀδήλοις
- ἄδηλοςunseenmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
не˫авленьныи — (6) пр. 1.Неизвестный: не мощно бо ми моѥму вл(д)це и ц(с)реви. ѡ вещи не˫авленнѣ. таковы˫а похвалы и величь˫а възвѣстити. (ἀφανοῦς) ЖВИ XIV–XV, 21б. 2. Неясный, неопределенный: тѣхъ суть такова˫а || повелѣнь˫а. ѥже ѹдалѧтисѧ чл҃вкомъ сладкы(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
φρυάσσω — και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν (μσν. αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω νεοελλ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι,… … Dictionary of Greek